- νταβατζής
- και νταβάς, ο (Μ νταβατζής και νταουτζής)νεοελλ.εραστής και εκμεταλλευτής ιεροδούλων, γυναικών που ασκούν την πορνείαμσν.(νομ.) ο ενάγων.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. davaci «συνήγορος» < dava «δίκη»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νταβατζής — ο πληθ. ήδες (λ. τουρκ.) 1. ο εραστής, ο προστάτης ιεροδούλων, ο παλικαράς. 2. εικονικός πελάτης γύρω από πλανόδιους πωλητές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Trypes (album) — Infobox Album Name = Trypes Artist = Trypes Longtype = LP Type = studio Released = 1985 Recorded = Agrotikon studio 27 January 1985 29 January 1985 Genre = Rock Duration = 32:47 Label = Ano Kato Records Chronology = Trypes GR Last album = This… … Wikipedia
νταβάς — (I) ο βλ. ταβάς. (II) ο δίκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dava «δίκη»]. (III) ο βλ. νταβατζής … Dictionary of Greek
νταβατζιλίκι — το 1. η ιδιότητα και οι ασχολίες τού νταβατζή 2. η συμπεριφορά τού νταβατζή. [ΕΤΥΜΟΛ. < νταβατζής + κατάλ. ιλίκι (πρβλ. δημαρχ ιλίκι)] … Dictionary of Greek